υπεξίστημι

υπεξίστημι
Α
1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο
2. αποχωρώ κρυφά
3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως ανώτερο μου, παραμερίζω («οὔτε ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῡλος», Ξεν.)
5. υποχωρώ σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξίστημι «μεταβάλλω, αλλοιώνω, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • υπέκστασις — άσεως, ἡ, Μ [ὑπεξίστημι] το να παραμερίζει κανείς στον δρόμο παραχωρώντας την θέση του σε κάποιον άλλον («θρόνων παραχωρήσεις καὶ ὁδῶν ὑπεκστάσεις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”